γκρόσα

γκρόσα
η
ποσό δώδεκα δωδεκάδων (144), ως μονάδα μετρήσεως διαφόρων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grosse].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γρόσα — βλ. γκρόσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γκρόσα] …   Dictionary of Greek

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • Παρανά — I Πολιτεία της νότιας Βραζιλίας· στα Α βρέχεται από τον Ατλαντικό και συνορεύει με την Παραγουάη (με τον ποταμό Παρανά) και με την Αργεντινή στα Δ, με τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Σάο Πάουλο στα Β, Μάτο Γκρόσο στα ΝΔ και Σάντα Καταρίνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”